ἀπρόθεσμος

ἀπρόθεσμος
ἀπρόθεσμος
not fixed to any definite time
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απρόθεσμος — η, ο (AM ἀπρόθεσμος, ον) αυτός για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • απρόθεσμος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται χωρίς προθεσμία: Η εξόφληση του δανείου είχε μείνει απρόθεσμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπρόθεσμον — ἀπρόθεσμος not fixed to any definite time masc/fem acc sg ἀπρόθεσμος not fixed to any definite time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”